- δυσνοια
- δύσνοιαδύσ-νοιαἥ неприязнь, враждебность Soph., Eur., Plat. etc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσνοίᾳ — δυσνοίᾱͅ , δύσνοια disaffection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσνοια — δύσνοια, η (Α) δυσμένεια, εχθρική διάθεση … Dictionary of Greek
δύσνοια — disaffection fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσνοίας — δυσνοίᾱς , δύσνοια disaffection fem acc pl δυσνοίᾱς , δύσνοια disaffection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσνοίαι — δυσνοίᾱͅ , δύσνοια disaffection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσνοίαις — δύσνοια disaffection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσνοιαν — δύσνοια disaffection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύνοια — η 1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια 2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο… … Dictionary of Greek